- παρκάρισμα
- το(λ. ιταλ.), η στάθμευση του αυτοκινήτου σε κατάλληλη γι' αυτό θέση: Το παρκάρισμα στο κέντρο της πόλης δεν επιτρέπεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρκάρισμα — το η στάθμευση αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο ώστε να μην παρεμποδίζεται η κυκλοφορία άλλων τροχοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρκάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
μπατάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατάρω, η κλίση προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπατάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
μπλοκάρισμα — το 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα») 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά … Dictionary of Greek
πάρκιν — το 1. ειδικός χώρος κατάλληλος για τη στάθμευση αυτοκινήτων ή άλλων οχημάτων 2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρκάρω, η στάθμευση αυτοκινήτου σε κατάλληλο χώρο, το παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parking] … Dictionary of Greek
πεζόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται μόνο για πεζούς και όπου απαγορεύεται η κυκλοφορία και το παρκάρισμα αυτοκινήτων … Dictionary of Greek
ρεμε(ν)τζάρισμα — και ρεμι(ν)τζάρισμα, το, Ν ναυτ. ρυμούλκυση πλοίου με ρεμέ (ν)τζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμεντζάρω / ρεμιντζάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουμάρισμα — το, Ν η σούμα, το άθροισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουμάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
σουπάρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουπάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
σοφάρισμα — και σωφάρισμα, το, Ν οδήγηση αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek